- ταχυδινής
- -ές, ΜΑαυτός που περιστρέφεται γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -δινής (< δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»), πρβλ. βραδυ-δινής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχυδινέος — ταχυδινής whirling quickly masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ταχυδινέι — ταχυδινέϊ , ταχυδινής whirling quickly dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)